ΜΕΡΙΛΙΝ ΜΟΝΡΟΕ Μέριλιν Μονρόε: η γυναίκα που έκρυβε την κατάθλιψη κάτω απ’ το γάργαρο γέλιο
της
Η Μέριλιν Μονρόε (Marilyn Monroe, γεννήθηκε 1 Ιουνίου 1926 και έζησε εως 5 Αυγούστου 1962, γεννημένη ως Νόρμα Τζιν Μόρτενσον (Norma Jeane Mortenson), ήταν Αμερικανίδα ηθοποιός, σύμβολο του σεξ τη δεκαετία του
1950. Νόρμα Τζιν Μόρτενσον ήταν το όνομα με το οποίο τη δήλωσε η μητέρα της στο ληξιαρχείο από το όνομα
ενός περιστασιακού συντρόφου της, ο οποίος είχε σκοτωθεί σε δυστύχημα.
Νόθο παιδί της Γκλάντυς Περλ Μπαίηκερ και άγνωστου πατέρα,πέρασε άσχημη παιδική ηλικία: η μητέρα της νοσηλεύτηκε αρκετές φορές σε ψυχιατρικά ιδρύματα, ενώ η ίδια φιλοξενήθηκε ως ψυχοπαίδι σε διάφορες οικογένειες.
Εννέα ετών μπήκε σε ορφανοτροφείο, στα έντεκά της έμενε σε μια φίλη της μητέρας της.Στα 11 ξέμεινε σε μια φίλη της μαμάς της και στα 16 παντρεύτηκε τον πρώτο τυχόντα, τον τεχνίτη Τζέιμς Ντόχερτι, για να γλιτώσει από τους αλλεπάλληλους εγκλεισμούς και τις κακοποιήσεις.
Στα 20 κρατούσε ήδη στα χέρια το
πρώτο διαζευκτήριο.Ήταν τέτοια η μανία της να ανήκει κάπου, να έχει μια τρυφερή αναφορά στο παιδικό άλμπουμ, που κάποτε έφαγε τον κόσμο να ψάχνει ένα λευκό πιανάκι, δώρο της μητέρας της, το οποίο εκείνη ξεφορτώθηκε σε κάποιον παλαιοπώλη πριν απολέσει κάθε επαφή με την πραγματικότητα.
Η Μέριλιν τελικά το βρήκε και το κράτησε στο σπίτι της σε περίοπτη θέση.
Κατά την περίοδο του πολέμου εργάστηκε σε εργοστάσιο κατασκευής αλεξιπτώτων. Σε ηλικία είκοσι ετών ήταν ήδη παντρεμένη και διαζευγμένη.
Αλλά ήταν μία πολύ όμορφη νεαρή γυναίκα με αισθησιακό σώμα που εξέπεμπε έντονο ερωτισμό.
Πρώτος ο φωτογράφος του στρατού Ντ. Κόνοβερ ανακάλυψε αυτή τη σχεδόν μυστικιστική,
σαγηνευτική σχέση που είχε με τον φακό, την έκανε από καστανή ξανθιά και της άνοιξε το δρόμο για την
20th Century Fox.
Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν ρόδινα, καθώς ξεκίνησε ως μοντέλο – κομπάρσος.
Οι πρώτες της επιτυχίες ως ηθοποιού ήρθαν το 1950 με τις ταινίες Η Ζούγκλα της Ασφάλτου του Τζον
Χιούστον και Όλα για την Εύα με τη Μπέτι Ντέιβις.
Την ίδια περίοδο προκλήθηκε σκάνδαλο όταν και γνωστοποιήθηκε ότι παλιότερα είχε ποζάρει γυμνή για το περιοδικό «Playboy».
Η πλευρά της αθώας και σεξουαλικής καλλονής εκφράστηκε με τον πειστικότερο τρόπο στο Οι άντρες προτιμούν τις ξανθές (1953) δίπλα στην Τζέιν Ράσελ.
Το 1955 πρωταγωνίστησε στην ταινία «Επτά χρόνια φαγούρα». Ο δεύτερος σύζυγός της ήταν ο παίκτης του μπέιζμπολ Τζο ντι Μάτζιο με τον οποίο και χώρισε μετά από εννεάμηνη συμβίωση.
Ήθελε να παίξει σε σοβαρούς ρόλους γι’ αυτό και φοίτησε στο Άκτορς Στούντιο της Νέας Υόρκης.
Το 1956 έπαιξε στην ταινία «Στάση του Λεωφορείου» για την οποία προτάθηκε για χρυσή σφαίρα.
Την ίδια χρονιά παντρεύτηκε τον συγγραφέα Άρθουρ Μίλλερ. Είχε συνεργαστεί με τον Σερ Λόρενς Ολίβιε.
Το 1959 συμπρωταγωνίστησε μαζί με τον Τζακ Λέμον και τον Τόνι Κέρτις στην ταινία
Μερικοί το προτιμούν καυτό, όπου και θριάμβευσε.
Τη θυελλώδη σχέση της τον Άρθουρ Μίλερ την περιγράφουν συγκλονιστικά οι δικές της κουβέντες: «Είναι ο μόνος άνθρωπος που εμπιστεύομαι όσο και τον εαυτό μου» έγραφε ανυποψίαστη το 1956, βουτώντας με λαχτάρα σε έναν ακόμα ιδανικό σύντροφο. «Δεν μπορεί να μ’ αντέξει.
Έρχεται από άλλο κόσμο» κατέληγε δύο χρόνια μετά.Η Μέριλιν προσπαθούσε απεγνωσμένα να του χαρίσει ένα παιδί και μερικές από τις πιο σπαρακτικές φράσεις στα ημερολόγιά της (αποσπάσματά τους κυκλοφόρησαν πριν από μερικά χρόνια σε έναν τόμο με τίτλο «Fragments: Poems, Intimate Notes, Letters») αφορούν αυτήν την ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Ο Άρθουρ Μίλερ, όμως, αντάλλασσε τη μητρότητα με… κινηματογραφικά σενάρια. Να, όπως συνέβη με τους «Αταίριαστους», που της πρόσφερε ανήμερα του Αγίου Βαλεντίνου.
Η συνέχεια, απολύτως συνεπής με τον παραλογισμό αυτής της σχέσης: εκείνη μίσησε τον ρόλο και οι κριτικοί επιμένουν ακόμα ότι επρόκειτο για την κορυφαία ερμηνεία της καριέρας της.
Θέλοντας να μην αφήσει κανένα περιθώριο για αυθαίρετες από το κοινό ερμηνείες, ο συγγραφέας έγραψε το 1964 το «Μετά την πτώση» και χάρισε στη μυθολογία των ’60s μια ρεαλιστικότατη απεικόνιση του γάμου του με την Αμερικανίδα ηθοποιό.
Η ηρωίδα λεγόταν Μάγκι και όχι Μέριλιν κι ήταν μια μέτρια, λαϊκήτραγουδίστρια, βουτηγμένη στους εθισμούς, που τυραννούσε τον σύζυγό της για να ταΐζει την ανασφάλειά της (υπάρχει, άραγε, κανείς που δεν έκανε την ταύτιση;).
Αλλά εκείνη διέρρηξε τις σχέσεις της με το σύμπαν του Μίλερ όταν σε μια ατυχή στιγμή «σκόνταψε»
πάνω στο ανοιχτό ημερολόγιό του και διάβασε τη λέξη «ντροπή», με την οποία εκείνος σημείωνε τις
φορές που την είχε συστήσει στον κοινωνικό του περίγυρο.
«Νομίζω ότι πάντοτε με τρόμαζε η ιδέα να γίνω η γυναίκα κάποιου.
Η ίδια η ζωή μού έχει μάθει ότι κανείς δεν μπορεί ν’ αγαπηθεί στ’ αλήθεια» σημείωνε έπειτα στις δικές της σελίδες.
Τον Ιανουάριο του 1961 η 35χρονη τότε σταρ υπέβαλε αίτηση διαζυγίου στο δικαστήριο του Χουάρεθ
στο Μεξικό εναντίον του συζύγου της Άρθουρ Μίλλερ λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων[26]. Αργότερα
εισήχθη σε ψυχιατρική κλινική.
Το 1962 απολύθηκε από την εταιρεία 20th Century Fox, κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας Κάτι πρέπει να δώσεις, που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, λόγω της ασυνέπειας, των αργοποριών και των ιδιοτροπιών της.
Η αποζημίωσή της ήταν 200.000 δολάρια.Στον χρόνο που μεσολάβησε από το διαζύγιό της με το ιερό τέρας των αμερικανικών γραμμάτων μέχρι τη μοιραία νύχτα της 5ης Αυγούστου 1962 η Μέριλιν βιάστηκε να τα κάνει όλα.
Νοσηλεύτηκε σε κλινική, ξαναερωτεύτηκε τον ΝτιΜάτζιο κι ετοιμαζόταν να τον παντρευτεί πάλι,
ονειρεύτηκε ότι ήρθε η ώρα να ερμηνεύσει λατρεμένους σαιξπηρικούς ρόλους ( λαίδη Μάκβεθ),
είχε στα σκαριά μια δεύτερη εταιρεία παραγωγής παρεΐτσα με τον Μάρλον Μπράντο, διέκοψε τα
γυρίσματα της ταινίας «Something’s got to give» επειδή παρέπαιε ψυχολογικά, στριμώχτηκε πίσω από
τα 2.500 κεντημένα στρας ενός ημιδιάφανου φορέματος για να τραγουδήσει όσο πιο λάγνα άντεχε
«Happy birthday, Mr. President» σε ένα κατάμεστο Madison Square Garden, έζησε ένα φημολογούμενο,
σύντομο και παράνομο ερωτικό πινγκ-πονγκ με τα αδέρφια Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι.
Σε αυτό υπήρχαν γερές δόσεις θρίλερ, πολιτικά σκάνδαλα, υπόνοιες εγκλήματος, σενάρια κατασκοπείας,
μυστηριώδεις αντιφάσεις και πρωταγωνιστές ένας Αμερικανός Πρόεδρος, ο αδερφός του ‒υπουργός
Δικαιοσύνης εκείνη την περίοδο‒, οι επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών, διάφορες ειδικότητες γιατρών
και μια αινιγματική οικονόμος.
Σε ένα σπίτι γεμάτο κοριούς, βαρβιτουρικά, μυστικά, δυστυχία, σελίδες με σημειώσεις για την
προετοιμασία ενός απελπισμένου γάμου, κόκκινα, μαύρα, δερμάτινα ημερολόγια, ηχογραφημένες
κουβέντες, έγγραφα που άφηναν έκθετη την πρώτη οικογένεια της Αμερικής και με την ανάσα των
Κένεντι να την ακολουθεί σαν σκιά, η Μέριλιν Μονρόε έφυγε όπως έζησε: μόνη.
Στο πιστοποιητικό θανάτου ως επίσημη αιτία αναφέρεται η αυτοκτονία.
Τη βρήκαν ολόγυμνη, ρυπαρή, ταπεινωμένη και παραιτημένη. Κρατούσε στο ένα χέρι το ακουστικό του τηλεφώνου και στα λευκά σεντόνια ήταν σκορπισμένα τα χάπια.
Ή, τουλάχιστον, έτσι είπαν τα επίσημα χείλη για να αφήσουν εμάς τους κοινούς θνητούς να υφαίνουμε ως σήμερα τον μύθο. Οι ερωτήσεις θα επανέλθουν… αναπάντητες.
Τελικά, τι ήταν η Μέριλιν Μονρόε: μια φιλόδοξη ελαφρόμυαλη ή ένα είδωλο καταδικασμένο εξαρχής να
δυστυχήσει;
Το απόλυτο pin up girl ή η ατυχής κατάληξη ενός σπάνιου μυαλού με IQ 168;
«Γλυκός άγγελος του σεξ» που ενσάρκωσε τις περισσότερες ανδρικές φαντασιώσεις ή κορίτσι στο οποίο
καθρεφτίστηκε όλη η παθογένεια της βιαστικής αμερικανικής βιομηχανίας του θεάματος;
Κανένα πρόσωπο δεν έλαμψε ποτέ πλατσουρίζοντας στη θάλασσα όπως εκείνη στα περίφημα πορτρέτα
στην παραλία.
Καμία δεν κούνησε γοφούς τόσο ανεπιτήδευτα, σαν να τρώει ηλιόσπορους
Χυμώδης, φλογερή, ανεπιτήδευτη, ψυχοπονιάρα, αργοπορημένη στα ραντεβού ‒ενίοτε εντελώς
ασυνεπής‒, τραγική στην αποστήθιση των ρόλων, μονίμως ηττημένη από την ανελέητη μοναξιά της.
Γέννημα θρέμμα της Ανατολικής Ακτής, ασφυκτιούσε με τα ρούχα κι εκτός από την περίφημη ατάκα για
το Chanel Νο5 που φορούσε στον ύπνο, σπανίως έριχνε και την ημέρα κάτι επάνω της: μακιγιέζ,
αμπιγιέζ, καμεραμέν, σκηνοθέτες, σερβιτόροι, ακόμα και δημοσιογράφοι είχαν τουλάχιστον μία ιστορία
να διηγηθούν με την τσίτσιδη Μέριλιν.
Λάτρευε το σερφ και τη γιόγκα κι αν δεν την κατάπιναν οι καταχρήσεις, θα την έλεγες μέχρι και αθλητικό
τύπο! Περιφρονούσε τα κοσμήματα και ως τυπική λάτρης του εφήμερου, απαξίωνε όλους εκείνους που
μοχθούσαν για παλάτια και υλικά αγαθά. Σπίτι δικό της απέκτησε ένα, στο Μπρέντγουντ του Λος
Άντζελες, κι εκεί άφησε την τελευταία της πνοή πριν από 56 χρόνια ακριβώς.
Τη δική της ζωή κανένα βιβλίο δεν τη χώρεσε ποτέ ‒ κι αν έχουν γραφτεί κάμποσα. Η Μέριλιν ήταν
φοβερή μαγείρισσα, αλλά στη ζωή τής ξέφευγε πάντα το αλατοπίπερο.
Της άρεσε να ταλαιπωρείται από τα κείμενα του Τζέιμς Τζόις και του Σάμιουελ Μπέκετ, καμάρωνε για την ψαγμένη της βιβλιοθήκη και τεστέτ λογοτεχνικά της γούστα, έλιωνε μπροστά στους πίνακες του Γκόγια, γιατί, όπως έλεγε,
«μοιράζονταν τους ίδιους εφιάλτες», τη συγκινούσαν τα κλαράκια-χορεύτριες του Ντεγκά και το
καταφύγιο στα, αν μη τι άλλο, συχνά αδιέξοδά της ήταν η «Αισθηματική Αγωγή» του Φλομπέρ και οι
διδαχές του Φρόιντ.
Κατάφερνε να στριμώχνει τόνους κατάθλιψης στο γάργαρο γέλιο της, να μάχεται τη μοναξιά, γράφοντας
απελπισμένες κι εμπύρετες επιστολές σε φίλους, συντρόφους, άγνωστους παραλήπτες, ψυχαναλυτές
που απέφευγε να αντιμετωπίσει κατά πρόσωπο
Συγχρόνως της περίσσευε το νοιάξιμο για την εμφάνισή της: ήξερε μέχρι πού να μισοκλείσει τα μάτια για να χαρίσει υποσχέσεις και ποια γωνία του προσώπου της καψουρεύει την κάμερα, επιστράτευε και το τελευταίο γιατροσόφι για να διατηρεί τη λευκή της επιδερμίδα αστραφτερή και, σύμφωνα με τον μάνατζέρ της Τζόνι Χάιντ, δύο τουλάχιστον φορές ξάπλωσε στο χειρουργικό τραπέζι (για ρινοπλαστική και για ένα εμφύτευμα στο πηγούνι).
Στην περίπτωσή της, το πρόσωπό της ουδέποτε ήταν ο καθρέφτης της ψυχής. Απεναντίας, μεταξύ τους
υπήρξε μια αέναη ανακολουθία. Αυτή η έκρηξη χαράς που συχνά διάβαζες στα λαμπερά μάτια και το
χαμόγελό της έκρυβε μια κατακερματισμένη καρδιά.«Η εικόνα μου είναι ένα τέρας, ένα είδος
Φρανκεστάιν. Εγώ τη δημιούργησα και τώρα είμαι υποχρεωμένη να την αντέχω. Είμαι θύμα της»
παραδεχόταν. Ενώ σε κάποιο πλάνο του ντοκιμαντέρ «Love, Marilyn» της Λιζ Γκάρμπους ακούγεται να
λέει: «Είμαι η Μ.Μ. και δεν μου επιτρέπεται να έχω προβλήματα, να είμαι οξύθυμη, πόσο μάλλον
αισθηματίας».
Κι όμως, τριάντα έξι χρόνια που άντεξε να ζήσει αρκούσαν για τη δημιουργία ενός μύθου που προφανώς
δεν θα εξηγήσουμε ποτέ. Τριάντα έξι χρόνια που οι φωτογράφοι την πολιορκούσαν για μια σέξι πόζα κι
εκείνη παρακαλούσε να την απαθανατίζουν μπροστά από βιβλιοθήκες, να διαβάζει Τζέιμς Τζόις.
Τριάντα έξι χρόνια που όλοι κόπιασαν να την αναδείξείξουν σύμβολο του σεξ και της ελευθερίας στη
μεταπολεμική κινηματογραφική βιομηχανία, ενώ εκείνη το μόνο που κυριολεκτικά ποθούσε ήταν η
απόλυτη αφοσίωση, που μάλλον κανείς δεν της ζήτησΌπως είπε κάποτε ο Άρθουρ Μίλερ: «Η Μέριλιν
είναι μια ποιήτρια στη γωνιά του δρόμου που πασχίζει να απαγγείλει στίχους σ’ ένα πλήθος που της
τραβάει τα ρούχα».
Η τελευταία πράξη γράφτηκε στις 8 Αυγούστου στο κοιμητήριο του Γουέστγουντ
Βίλατζ. Ο Άρθουρ Μίλερ ήταν άφαντος, αρνούμενος να συμπληρώσει την ομάδα των τεθλιμμένων
υποκριτών. Ο «τελετάρχης» της κηδείας Τζο ΝτιΜάτζιο ψιθύριζε πάνω από το φέρετρο «Σ’ αγαπώ, σ’
αγαπώ», ο Λι Στράσμπεργκ, λατρεμένος της δάσκαλος, διευθυντής του Actors Studio και άνθρωπος
στον οποίο κληροδότησε σχεδόν τα πάντα, διάβασε τον επικήδειο λόγο και η Τζούντι Γκάρλαντ
ακουγόταν να τραγουδά «Somewhere over the rainbow/ Skies are blue/ And the dreams that you dare to
dream/ Really do come true» καθώς οι 30 περίπου παρευρισκόμενοι είχαν επιλέξει να την
αποχαιρετήσουν με το «Over the Rainbow» από τον «Μάγο του Οζ».
Απέναντί τους είχαν το σώμα ενός σμπαραλιασμένου ειδώλου που φορούσε ένα ζέρσεϊ Pucci φόρεμα
στο χρώμα του πράσινου μήλου και στα χέρια κρατούσε ένα μπουκέτο από μικρά ροζ τριαντάφυλλα ‒
εκεί, μέχρι τέλους να μας υπενθυμίζει τη χαμένη της αθωότητα.
Απο την Εικαστικο Μαρια Τσεβα
Για το Σαλαμινιων ΒΗΜΑ